ὑλοδρόμος

ὑλοδρόμος
ὑλοδρόμος
wood-ranging
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υλοδρόμος — ον, Α αυτός που διατρέχει τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. υδρο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • ὑλοδρόμων — ὑλοδρόμος wood ranging masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθήκη — ἡ, Α είδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια εξαιτίας τών οποίων ονομαζόταν και ψύλλα, ορειβάτης, υλοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”